- πτεροφόρας
- και πτεροφόρης, ὁ, Α1. αυτός που έχει φτερά και, ιδίως, ο λειτουργός στην αρχαία Αίγυπτο ο οποίος έφερε στο κεφάλι φτερά γερακιού2. προσωνυμία στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. πτερόν + -φόρας (< φέρω), πρβλ. πελτο-φόρας].
Dictionary of Greek. 2013.